Παρασκευή, Μαΐου 08, 2009

Nα σώσουμε τη βιοποικιλότητα: Για να μη χάσουμε αύριο, αυτά που έχουμε σήμερα.



Τα τελευταία πενήντα χρόνια χάθηκαν οι περισσότερες από τις ντόπιες ποικιλίες σιτηρών, λαχανικών, δέντρων, καθώς και αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων, όπως οι βραχυκερατικές αγελάδες, τα ελληνικά άλογα, πρόβατα κ.λ.π.(Κ. Κουτής).

Πάνω από 6.000 είδη πεταλούδας και άλλων εντόμων όχι τόσο αγαπητών, αλλά εξίσου σημαντικών, πρόκειται να αφανιστούν από τον πλανήτη, όταν τα 12.000 είδη που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη λίστα των υπό εξαφάνιση όντως εξαφανιστούν. Όπως έδειξε σχετική έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science, όταν εξαφανίζεται ένα είδος φυτού ή ζώου δεν εξαφανίζεται μόνο του. Μαζί του εξαφανίζονται και όλα τα ζώα που εξαρτώνται από αυτό για την επιβίωσή τους. ("Πράσινη" Γραμμή / Η Καθημερινή - 19/9) .

Αυτό έγινε γιατί οι γεωργοί άφησαν τις παραδοσιακές ποικιλίες και στράφηκαν στους καινούριους σπόρους που υπόσχονταν πολλά. Κάποιες ευθύνες πάντως έχουμε κι εμείς που δεν στηρίξαμε τους γεωργούς, καταναλώνοντας προιόντα απο παραδοσιακές ποικιλίες. Ευθύνη βεβαίως έχουν κυρίως οι κυβερνώντες και οι πολυεθνικές αγροτικές και φαρμακευτικές εταιρίες. Τα θέματα αυτά δεν έχουν προβληθεί επαρκώς, τόσο απο την παραδοσιακή και κομμουνιστική αριστερά,όσο και απο το, όποιο, ελληνικό οικολογικό κίνημα.
Στην εφημερίδα Καθημερινή - (7/11/2008) διαβάζουμε:"Έγκριση χορήγησε η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή για την εισαγωγή του γενετικώς τροποποιημένου καλαμποκιού NK603, παραγωγής Monsanto, το οποίο είναι ανθεκτικό στα φυτοφάρμακα. Oι ποσότητες που θα εισαχθούν στην ευρωπαϊκή αγορά θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή προϊόντων, όπως σπορέλαιο, αλλά κυρίως για ζωοτροφές. Πρόκειται για τη δεύτερη έγκριση που λαμβάνει μεταλλαγμένο προϊόν από την Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, μετά την άρση του μορατόριουμ. Tο πρώτο ήταν το καλαμπόκι Bt-11, της ελβετικής Syngenta. Το ποσοστό των Eυρωπαίων καταναλωτών που αντιδρούν στα μεταλλαγμένα έχει φθάσει το 70%."

Ντόπιες ποικιλίες είναι οι ποικιλίες φυτών που καλλιεργούνται από την αρχαιότητα ως σήμερα στην ίδια περιοχή.
Εξελίσσονται μέσα στους αιώνες και είναι προσαρμοσμένες στα χώματα και στο κλίμα κάθε τόπου.
Στην Ελλάδα χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ το 1951 δεν χρησιμοποιούνται ακόμη καθόλου υβρίδια καλαμποκιού, σήμερα συμβαίνει να μην καλλιεργούνται πουθενά ντόπιες ποικιλίες παρά μόνο υβρίδια. Επίσης χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1927, η καλλιέργεια του σιταριού περιλάμβανε 100% ντόπιες ποικιλίες, το 1969 μόνο 10%, ενώ σήμερα κυριολεκτικά έχει εκτοπιστεί από την καλλιέργεια το σύνολο των παλιών ποικιλιών. Από τις 111 ποικιλίες και πληθυσμούς μαλακού σταριού και 139 ποικιλίες και πληθυσμούς σκληρών σιτηρών, απόμειναν μόνον οι 20. Από τις 210 ποικιλίες και πληθυσμούς καλαμποκιού απόμειναν μόνον 30. Ακόμη καλλιεργούνταν: 99 ποικιλίες και πληθυσμοί κριθαριού, 39 ποικιλίες και πληθυσμοί βρώμης και 605 ποικιλίες φασολιού που σχεδόν έπαψαν πλέον να καλλιεργούνται.
Ο εντοπισμός μεταλλαγμένων σπόρων καλαμποκιού, παλιότερα(21/5/2007),ενώ είχαν ήδη σπαρθεί σε χιλιάδες στρέμματα στο νομό Δράμας (18/5), έφερε δραματικά στο προσκήνιο την ανεπάρκεια των ελεγκτικών μηχανισμών και την απουσία νομικού καθεστώτος για την αντικειμενική ευθύνη. Σύμφωνα με πληροφορίες της Νομαρχίας Δράμας, η εταιρεία Pioneer Hi - Bred International που πούλησε τις συγκεκριμένες σπορομερίδες καλαμποκιού δηλώνει απρόθυμη να αποζημιώσει τους παραγωγούς για το σύνολο της βλάβης που θα προκαλέσει η αναγκαστική καταστροφή της παραγωγής τους και περιορίζει την ευθύνη της στην κάλυψη του 40-50% του κόστους των εξόδων σποράς. Με άμεση δράση απάντησαν μέλη των Οικολόγων Πράσινων στη Θεσσαλονίκη, προχωρώντας σε συμβολική κατάληψη των γραφείων της εταιρείας, τα οποία, σημειωτέον, βρίσκονται μέσα σε δημόσιο χώρο, στο Αγρόκτημα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ΚΕΠΠΥΕΛ μάλιστα, που είναι αρμόδιο να ελέγχει τους σπόρους, βρίσκεται σε απόσταση μόλις 30 μέτρων από τις αποθήκες της Pioneer, στον ίδιο χώρο! Η Greenpeace τέλος, με ανακοίνωσή της, ζητά η διακίνηση στην αγορά σπορομερίδων (βαμβακιού, καλαμποκιού κ.λπ.) να επιτρέπεται μόνο αφού έχει ολοκληρωθεί η διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων, καθώς και την πλήρη ανάληψη της ευθύνης για αποζημίωση των παραγωγών από τις εταιρείες εμπορίας σπόρων, τόσο για το κόστος σποράς όσο και για τα διαφυγόντα κέρδη.
Αξίξει τον κόπο να κοιτάξετε την επίσημη λίστα της Greenpeace με τα προιόντα που περιέχουν μεταλλαγμένες τροφές. Θα αναγνωρίσετε πολλά, πάρα πολλά...

Τράπεζες σπόρων

Η συντήρηση γενετικού υλικού μπορεί να αποδειχθεί πραγματικά σωτήρια σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς μπορούν να «ανασυρθούν» ποικιλίες που εμφανίζουν ανθεκτικότητα. Ωστόσο, δεν πρόκειται για καθόλου εύκολη διαδικασία.

«Οι τράπεζες γενετικού υλικού έχουν την ευθύνη να συλλέξουν τον σπόρο και να τον διατηρήσουν. Αυτό σημαίνει είτε να διατηρούν τους σπόρους στην κατάψυξη είτε να τους καλλιεργούν για να ανανεώνονται. Ο καλύτερος τρόπος είναι η ζωντανή διατήρηση, αλλά απαιτεί πολύ περισσότερο προσωπικό και χρήματα που συνήθως δεν υπάρχουν», λέει ο κ. Παναγιώτης Σαϊνατούδης, που έχει ιδρύσει το ΠΕΛΙΤΙ, μη κυβερνητική οργάνωση για τη διατήρηση του γενετικού υλικού. Οπως εξηγεί, για να διακινηθεί νόμιμα μια ποικιλία πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στον εθνικό κατάλογο, διαδικασία χρονοβόρα που απαιτεί πολλά χρήματα, γι’ αυτό και κυρίως πραγματοποιείται μόνο από τις εταιρείες παραγωγής σπόρων που έχουν οικονομικό όφελος.

«Οι παραδοσιακές ποικιλίες δεν υπάρχουν στους εθνικούς καταλόγους» συμπληρώνει ο κ. Ρίκος Θανόπουλος. Τονίζει όμως ότι οι καλλιεργητές μπορούν να χρησιμοποιούν παραδοσιακές ποικιλίες και μάλιστα επιδοτούνται γι’ αυτό μέσα από το πρόγραμμα «Διατήρησης εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση», δηλαδή από εξαφάνιση. Ομως, το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι οι καλλιεργητές δεν βρίσκουν σπόρους από παραδοσιακές ποικιλίες για να καλλιεργήσουν. «Ελπίζουμε ότι μετά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος για τη διατήρηση των ποικιλιών θα υπάρχουν και σπόροι εφόσον οι αγρότες σε περίπτωση που κάνουν και σποροπαραγωγή θα λαμβάνουν μεγαλύτερη επιδότηση» εξηγεί ο κ. Θανόπουλος.



Η εντατική καλλιέργεια

Η εντατική καλλιέργεια κάποιων ειδών, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, το ρύζι, οδήγησε στην εξάπλωσή τους σε όλο τον πλανήτη αλλά και στη μείωση της ποικιλίας των ειδών που καλλιεργούνται. Ετσι, σήμερα μπορούμε να βρούμε οπουδήποτε το ίδιο κίτρινο, «όμορφο», μεγάλο καλαμπόκι που τρώμε από τους υπαίθριους πωλητές στο Σύνταγμα. Ομως, χιλιάδες άλλες ποικιλίες του ίδιου φυτού, που δεν καλλιεργούνται πια ή που δεν άντεξαν στις αλλαγές του περιβάλλοντος, χάθηκαν ή κινδυνεύουν να χαθούν για πάντα. Μαζί τους θα χαθούν γενετικές πληροφορίες που όχι μόνο προσφέρουν ποικιλία (καλαμπόκια μικρά ή μεγάλα, άλλα που αντέχουν σε ξηρότερες συνθήκες ή και κάποια διαφορετικού χρώματος), αλλά ενδεχομένως μπορούν να βοηθήσουν στην επιβίωση του είδους σε συνθήκες κρίσιμες, όπως ασθένειες ή καταστροφές. Στην πραγματικότητα, οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες έχουν ανάγκη τους άγριους, ακατέργαστους συγγενείς τους. Αυτοί αποτελούν την πηγή από την οποία οι επιστήμονες αντλούν τα γονίδια για να αναπτύξουν στη συνέχεια τις βελτιωμένες εκδοχές.

Ισως από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις του τι μπορεί να φέρει η μονοκαλλιέργεια συγκεκριμένης ποικιλίας, συχνότατα της περισσότερο αποδοτικής, είναι η ασθένεια που έπληξε τον 19ο αιώνα τις καλλιέργειες πατάτας στην Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να πεθάνουν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι και να μεταναστεύσουν άλλοι τόσοι. Η χώρα ήταν εξαρτημένη —για την εξασφάλιση τροφής- από μια ποικιλία πατάτας που όπως αποδείχτηκε δεν είχε καμία αντοχή στην ασθένεια. Ανάλογες απειλές υπάρχουν και σήμερα:

Στην Ουγκάντα την προηγούμενη χρονιά το υπουργείο Γεωργίας προειδοποίησε για ένα βακτήριο που πλήττει τις μπανάνες. Η ασθένεια, που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 2001, έως το 2005 είχε πλήξει τις 33 από τις 56 περιοχές της χώρας που καλλιεργούνται μπανάνες προκαλώντας καταστροφή στο 94% της παραγωγής. Η καταστροφή της παραγωγής δεν σημαίνει μόνο μηδενικό εισόδημα για τους παραγωγούς, αλλά και πραγματική απειλή πείνας. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η μπανάνα αποτελεί το πιο σημαντικό καλλιεργούμενο καρπό μετά το ρύζι, το καλαμπόκι, το σιτάρι και την πατάτα. Η κατανάλωση μπανάνας στην Ουγκάντα φτάνει τα 400 κιλά τον χρόνο κατά άτομο και από το συγκεκριμένο φρούτο λαμβάνουν το 25% των ημερήσιων αναγκών τους σε υδατάνθρακες 70 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την Αφρική. Καθώς καλλιεργούνται κυρίως συγκεκριμένες ποικιλίες, η μπανάνα έχει γίνει εξαιρετικά ευαίσθητη σε ασθένειες. Τόσο που τα τελευταία χρόνια η καλλιέργειά της έχει μειωθεί κατά 40% στην ανατολική Αφρική.

Κύριες πηγές για αυτή την ανάρτηση:

http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=404
http://www.xronos.gr/ecology/detail.php?ID=45503

Καλησπέρα!